25η Μαρτίου 1821 Ένα Έθνος, ένα έπος, ένα σύνθημα: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ!


«Οι Έλληνες δεν απετίναξαν μόνον τον ζυγόν υπό τον οποίον οι ίδιοι ετέλουν, αλλά κατήργησαν εμμέσως την έννοιαν παντός ζυγού εις την Ευρώπην ολόκληρον, δημιουργήσαντες τας ηθικάς και πολιτικάς προϋποθέσεις διά την εκδήλωσιν των διαφόρων εθνικών εξεγέρσεων, αι οποίαι, είτε επιτυχούσαι, ως εν Ιταλία, είτε επανειλημμένως και τραγικώς κατασταλείσαι, ως εν Πολωνία, έδωσαν εις τον 19ον αιώνα το χρώμα του και το μέγα ιστορικόν του νόημα».

(Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Τα Δοκίμια, τ. Β΄, Ιστορικά Δοκίμια, εκδ. Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα)

Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιδιαίτερος σταθμός της ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού, καθώς οδήγησε στην ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Ενέπνευσε τις επόμενες γενεές των Ελλήνων για διαδοχικές απελευθερωτικές εξορμήσεις και σε καιρούς δοκιμασίας τις εμψύχωσε για υπομονή και αντίσταση.
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις των ετών 1820-1822 που ευοδώθηκε. Έτσι, τη δεκαετία του 1820 η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού και προκάλεσε το κίνημα του Φιλελληνισμού ενώ το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί δώδεκα χρόνια. Παρέσυρε τις κυβερνήσεις Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν θετικά για την τύχη της, να συνεργαστούν και να υπογράψουν Πρωτόκολλα και Συνθήκες για την αίσια έκβασή της, σε αντίθεση με την τότε πολιτική τους.


Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων άρχισε λίγο μετά την ήττα τού Ναπολέοντα, όταν η Ευρώπη, ήταν αντίθετη σε κάθε είδους εξέγερση. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής πείστηκαν ότι ο Αγώνας των Ελλήνων δεν ήταν υποκινούμενος από κάποια κοινωνική τάξη, δεν αποσκοπούσε σε πολιτειακή αλλαγή, ούτε στόχευε στην απομάκρυνση ανίκανων ηγετών, όπως συνέβαινε στα περισσότερα επαναστατικά κινήματα μέχρι τότε. Αντίθετα επεδίωκε την απελευθέρωση ενός Έθνους.

Ελλάδα δεν υπήρχε. Οι Έλληνες, όμως, ποτέ δεν δέχθηκαν ότι η χώρα τους χάθηκε, δεν λησμόνησαν το παρελθόν της φυλής τους και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να απελευθερωθούν. Και όταν έφθασε το πλήρωμα τού χρόνου, ένας αγράμματος, φτωχός και κατατρεγμένος λαός τόλμησε να υψώσει το ανάστημά του με μοναδικό εφόδιο «τής καρδιάς το πύρωμα».

Ο Κολοκοτρώνης είπε: «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα». Οι απλοί πολεμιστές τού ’21 κατάλαβαν ότι το ένδοξο παρελθόν τούς δημιουργούσε υποχρεώσεις για το μέλλον τού τόπου τους και μόνοι τους αποφάσισαν να αγωνιστούν γι’ αυτό.

«Οι Έλληνες είναι τρελοί αλλά έχουν γνωστικό Θεό που τους προστατεύει». έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο «γνωστικός Θεός», όταν ήρθε το πλήρωμα τού χρόνου, φρόντισε αυτή η μικρή, υπόδουλη χώρα να έχει στη διάθεσή της έναν μεγάλο θησαυρό:

α) πλούσιους εμπόρους που θέλησαν να βοηθήσουν και να οργανώσουν την επανάσταση

β) συνειδητοποιημένους επαναστάτες που είχαν γαλουχηθεί με τα ποιήματα τού Ρήγα Φεραίου και ήξεραν την τέχνη τού πολέμου και τού κλεφτοπολέμου

γ) έμπειρους ναυτικούς με μεγάλη προϋπηρεσία σε αγώνες στη θάλασσα κατά των πειρατών και όχι μόνο

δ) πολλούς μορφωμένους ανθρώπους, οι οποίοι γνώριζαν πώς έπρεπε να μιλήσουν στις Μεγάλες Δυνάμεις για να αποδείξουν το δίκαιο τού ελληνικού αγώνα

ε) ικανότατους πολιτικούς με κορυφαίο τον Ιωάννη Καποδίστρια

στ) φωτισμένους παπάδες και ένα λαό που είχε κρατήσει την πίστη του, σαν μοναδικό ενωτικό υλικό, 400 χρόνια μετά.

Ενώ οι λόγιοι πρωτεργάτες του Εθνικού κινήματος των Ελλήνων εμπνέονταν από την αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν μία αρχαΐζουσα μορφή της ελληνικής, την καθαρεύουσα, oι ίδιοι οι εξεγερμένοι ήταν ομιλητές της δημοτικής με μικρή εξοικείωση με την αρχαιότητα, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόγονους της εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πολέμησαν ως Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων. Για τους πολεμιστές η επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα: τα γεγονότα της επανάστασης αποδίδονταν στο Θεό, την κήρυξη της και τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων πλαισίωναν θρησκευτικές ακολουθίες και τελετουργίες (δοξολογίες, λειτουργίες, ορκωμοσίες και αγιασμοί) και τα επαναστατικά λάβαρα έφεραν θρησκευτικά σύμβολα, κυρίως το σταυρό. Οι εξεγερμένοι αυτοπροσδιορίζονταν ως "Ρωμιοί", "Γραικοί" ή "Xριστιανοί", αλλά μέσα στους πρώτους μήνες της Επανάστασης γενικεύτηκε ακόμη και ανάμεσα στους μη εγγράμματους η χρήση της ονομασίας «Έλληνες» αποκλειστικά για τους επαναστατημένους.

Η ονομασία αυτή υποδήλωνε ανδρεία και μεγαλείο και εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς τους ταύτιζε με τους Έλληνες της λαϊκής φαντασίας, θρυλικά όντα του απώτατου παρελθόντος με γιγαντιαίες διαστάσεις και υπερφυσική δύναμη.
Από την αρχή της Επανάστασης έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για μια Ελληνο-Οθωμανική σύγκρουση με θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα, καθώς η κάθε πλευρά προέβαινε σε ακρότητες και αντίποινα. Κατά τον ιστορικό L. Stavrianos oι σφαγές ήταν απαραίτητο συνοδευτικό ενός αγώνα που ταυτόχρονα έφερνε αντιμέτωπους Έλληνες υπηκόους εναντίον Τούρκων αφεντάδων, Έλληνες χωρικούς εναντίον Τούρκων γεωκτημόνων και Έλληνες χριστιανούς εναντίον Τούρκων μουσουλμάνων. Οι αμοιβαίες επιθέσεις των πρώτων μηνών όχι μόνο ενέτειναν την θρησκευτική έχθρα αλλά έκαναν την Επανάσταση έναν Αγώνα για ιερή αντεκδίκηση, έναν Αγώνα όπου η εθνική ταυτότητα βάθαινε τη θρησκευτική διαφορά.


Με το Σταυρό και τη Σημαία, ξεκίνησαν, λοιπόν οι Έλληνες. Όμως καμία επανάσταση δεν έχει αίσιο τέλος όταν οι αγωνιζόμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν οργανωμένο στρατό. Το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι να παραμείνει ζωντανή. Αυτό πέτυχαν οι αγωνιστές τού 1821. Μετά από αγώνες, μάχες, θανάτους, δύο εμφυλίους πολέμους, αλλά και πολλές θυσίες, κατάφεραν να συντηρήσουν την επανάστασή τους επτά χρόνια. Και τότε η αλαζονεία τού κατακτητή αλλά και η στάση των Ελλήνων ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να πάρουν θέση.

Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων, όμως η οθωμανική Αυτοκρατορία πάλι δεν δεχόταν τη δημιουργία Ελληνικού κράτους και μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου οδηγήθηκε σε πόλεμο με τη Ρωσία και μία ακόμα ήττα. Τότε η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν να δημιουργηθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και έτσι το 1830 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας, η πρώτη διπλωματική πράξη που υπογράφτηκε από τις Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αναγνώριζε την ύπαρξη ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Και τότε ξεκίνησε ένας άλλος, μεγαλύτερος αγώνας, που περιέγραψε ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του, πώς από το «εγώ» να φθάσουν στο «εμείς». «Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός ‟εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς ‟εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε ‟εμείς”. Είμαστε εις το ‟εμείς” και όχι εις το ‟εγώ”. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί.»

Θυσία στον αγώνα αυτό έγινε και ο ίδιος ο Καποδίστριας, ο οποίος προσπάθησε να βάλει τάξη σε ένα απέραντο χάος. Ο θάνατός του συγκλόνισε τους Έλληνες και έτσι φαίνεται ότι έδειξαν μεγαλύτερη διαλλακτικότητα με τον Όθωνα, αποφασισμένοι πλέον να οργανώσουν το κράτος τους.

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια τού Θ. Κολοκοτρώνη, όταν μετά την απελευθέρωσή του από την τότε κυβέρνηση επέστρεψε στο Ναύπλιο για να αντιμετωπίσει τον προελαύνοντα Ιμπραήμ. Ο λαός που είχε συγκεντρωθεί για να τον υποδεχθεί ήταν τόσο πολύς, ώστε ο Γέρος αναγκάστηκε να ανέβει σε μια πέτρα και ενώ το πλήθος παραληρούσε τους είπε: «Έλληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ’ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός».

Φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από η στιγμή που οι Έλληνες αποφάσισαν να διεκδικήσουν την Ελευθερία τους. Η πατρίδα, με το βλέμμα στο μέλλον, θυμάται για μια ακόμη φορά τα λόγια τού Μακρυγιάννη: «… Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μία φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών».

Για τους αγωνιστές τού 1821 κύριο θέμα ήταν η Εθνική απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, η Εθνική ανεξαρτησία και η Ελευθερία. Σήμερα βέβαια είναι άλλο το ζητούμενο. Ως ιστορικό Έθνος πρέπει να συμβάλουμε στην επίλυση των εσωτερικών και των διεθνών προκλήσεων, γιατί όπως είπε και ο Γ. Σεφέρης στον λόγο του όταν βραβεύθηκε με το Νομπέλ: «Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται».

Με σεβασμό στο παρελθόν, να σχεδιάσουμε το μέλλον μας σε έναν κόσμο διαφορετικό, ικανοποιημένοι γιατί δεν προδώσαμε το έργο των προγόνων και προβληματισμένοι για τα λάθη που σίγουρα έγιναν. Γιατί, η Ελευθερία «θέλει αρετή και τόλμη», όχι μόνο για να την αποκτήσουμε, αλλά και για να τη διατηρήσουμε.

The Voice

Σχόλια